Αρχική   Έθιμα   Η Γιαννούλα η κουλουρού (έθιμο τσικνοπέμπτης-Πάτρα)

Η Γιαννούλα η κουλουρού (έθιμο τσικνοπέμπτης-Πάτρα)

Ο λαϊκός τύπος που είχε συνδεθεί περισσότερο από κάθε άλλον με το Καρναβάλι της Πάτρας στα χρόνια του μεσοπολέμου ήταν η Γιαννούλα η κουλουρού. Ήταν μια μεσόκοπη τότε γυναίκα,αγνώστου καταγωγής και πατρότητος.(Μερικοί υποστήριζαν ότι η μητέρα της ήταν γύφτισσα). Έμενε στο Τάσι, σ’ ένα σπιτάκι πίσω από την Καζάρμα. Ζούσε πουλώντας κουλούρια. Ήταν οξύθυμη και βλασφημούσε. Όταν θύμωνε σήκωνε τα φουστάνια της και έδειχνε τα μακριά δαντελωτά βρακιά της. Αγνωστο από πότε και πώς της είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι… «είναι δούκισσα της Αμερικής, αρραβωνιασμένη με τον πρόεδρο Ιούλσο (τον Ουίλσωνα εννοούσε) που είναι ερωτευμένος μαζί της και θα έρθει στην Πάτρα, για να στεφανωθούν». Αυτή την τρέλα της καλλιεργούσαν ολοχρονίς οι ντορατζήδες της Απά­νω Χώρας και η γειτονιά της. Και την τελευταία ή την προτελευ­ταία Κυριακή του Καρναβαλιού γινόταν ο μεγάλος ντόρος — ο γάμος της Γιαννούλας — στον οποίο έπαιρνε μέρος κατά κάποιο τρόπο όλη σχεδόν η πόλη. Ας περιγράψουμε την «τελετή»:

Κατά τις 11 το πρωί, ή τις 3 το απόγευμα στο σπίτι της Γιαννούλας συγκεντρώνονται οι γειτόνισσες της και άλλες γυ­ναίκες και τη ντύνουν νύφη. Εκτός από τα άλλα στολίδια της φορούν και… τα παράσημα (στρογγυλά τενεκεδάκια κρεμασμέ­να από σπόγγους) που υποτίθεται ότι είχε στείλει ο αγαπημένος της Ιούλσος. Πριν τελειώσει το ντύσιμο της νύφης, καταφθά­νουν με νταούλια και άλλα όρ­γανα ο «κουμπάρος» και η πα­ρέα του. Το ρόλο του κουμπάρου τον αναλαμβάνει ο Περικλής Γιογκαράκης (γνωστός ντορατζής). Τον συνοδεύουν και πρω­τοστατούν στον ντόρο οι Μή­τσος Καρατζάς, Σπύρος Παναγόπουλος, Βασίλης Γενναίος, Πα­ναγιώτης Μαντέλης και άλλοι. Σχηματίζεται τότε πομπή και ξεκινάει για το λιμάνι. Η νύφη, οι παράνυφες, ο κουμπάρος και τα όργανα ανεβαίνουν σε κάρα της καθαριότητας. Ακολουθεί μεγά­λο πλήθος πεζών που κάνουν απερίγραπτο σαματά. Όταν η πομπή φθάνει στην παραλία, η­χούν οι σειρήνες των πλοίων (είχαν … μυηθεί και οι πλοίαρ­χοι). Από ένα από αυτά ξεκινάει η βάρκα που φέρνει τον αναμε­νόμενο νυμφίο, τον Ιούλσο. Τον ρόλο αυτόν αναλαμβάνει συνή­θως ένας γλεντζές από το Τάσι, ο κακοφήμως πασίγνωστος Πατρώνης. Ο Ιούλσος έχει ψεύτικες φαβορίτες, φοράει μια κι­τρινισμένη παλιά ρεδιγκότα και ψηλό καπέλο. Κρατάει στο ένα χέρι μια μπουκάλα κρασί και στο άλλο μια βαλίτζα γιομάτη εφη­μερίδες της οκάς. Στο σημείο όπου αποβιβάζεται, ναύτες του Λιμεναρχείου του αποδίδουν τιμές (Μυημένος και ο λιμενάρχης. Ο Ιούλσος με γοργό βηματισμό κατευθύνεται προς την «πολυαγαπημένη» του και πέφτει στην αγκαλιά της Γιαννούλας, η οποία δακρύζει από τη συγκίνηση και μένει άφωνη. Σχηματίζεται τώρα η γαμήλια πομπή και επιστρέφουν όλοι στο Τάσι. Στο δρόμο από όπου περνάνε, τους ρίχνουν από μπαλκόνια και παράθυρα ρύζι και κουφέτα. Η πομπή καταλήγει στο σπίτι της Γιαννούλας. Εδώ στήνουν χορό περιμένοντας τους… παπάδες που θα βλογήσουν τα στέφανα. Πριν όμως απ’ αυτούς παρουσιάζονται δύο χωροφύλακες. Κατευθύνονται προς το ζεύγος, αποσπούν από Γην αγκαλιά της Γιαννούλας τον Ιούλσο και τον συλλαμβάνουν επειδή … δεν ήταν εν τάξει το διαβατήριο του. (Κάθε φορά με άλλη αιτία). Καθώς οι χωροφύλακες φεύγουν με τον Ιούλσο, και η Γιαννούλα αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της και να κλαίει σπαρακτικά. Αυτό ήταν το σκληρό τέλος του αποκριάτικου αυτού ντό­ρου, τέλος που καμιά φορά είχε και βάρβαρη συνέχεια, καθώς βρίσκονταν κάποιοι άξεστοι που πετούσαν στη δυστυχισμένη κουλουρού λεμονόκουπες και πατσαβούρες.

Από την άλλη μέρα όλοι με κάθε λογής ψέμα προσπαθούν ν απαλύνουν τον πόνο της Γιαννούλας, αλλά δεν παύουν να καλλιεργούν ολοχρονίς την τρέλα της. Εκτός από όσα της έλεγαν προφορικώς, της έστελναν και γράμματα, προερχόμενα δήθεν από τον πρόεδρο Ουίλσων. Σ’ ένα απ’ αυτά ο αγαπημένος Γης Ιούλσος της γνώριζε ότι της στέλνει γοβάκια… από ξυπολη-Γόδερμα. Σε άλλο της ανακοίνωσε ότι… βάφτισε τον γυιό του (ίαοιλιά της Αμερικής και προς τιμήν της τον ονόμασε Γιάννουλ. Αυτά τα γράμματα τα φύλαγε η Γιαννούλα σε ένα μπαούλο και βρέθηκαν μετά το θάνατο της. Επειδή δεν είχε κληρονόμους, τα πράγματα της περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο. Κάποιος υ­πάλληλος είδε τις επιστολές, αντέγραψε μία (που είχε ημερο­μηνία 23 Οκτ.1923) και την έδωσε σε δημοσιογράφο που την δημοσίευσε σε πατρινή εφημερίδα. Την αντιγράφουμε κι εμείς εδώ:



Πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σέ φιλώ στά δύο γλυκά ματάκια σου και στά σγουρά σου τά μαλλιά.

Γιαννούλα μου, χθες δι ‘ ενός αεροπλάνου μου έρριξα οτήν πλατεία Γεωργίου του Πατράτσο είδοποιητήριον πρός τόν Νο­μάρχη ν νά φροντίσει νά σου παραδώσουν όλα τα χρήματα πού σου έχω στείλει και όλα τά φορέματα και τάχρυσά δακτυλίδια και παρασήματα, βραχιόλια, σκουλαρίκια και σερβίτσια, πού τάέχει ό τελώνης κ. Κρινάκης. Στην είδοποίησιν έγραφα ότι έάν δέ σου τά παραδώσουν, θά βομβαρδίσω τό Πατράτσο και θά κάμω άποκλεισμόν. Δέν θά αφήσω νά έλθει στάρι άπό Άμέρικα.

Γιαννούλα μου, έτηλεγράφησα μέ τόν Μαρκόνιον εις τόν διευθυντήν της αστυνομίας και έπιασε τόν διευθυντήν της Ε­θνικής Τραπέζης κ. Μαλεβίτην και τόν έβαλε φυλακήν, έως ότου σου παραδώσει όλα τά χρήματα. Έάν δέν σου τά δώσουν, θά τούς κάμω όλους εξορία σέ άγρια μέρη.

Σύντομα θά έλθω στό Πατράτσο. Νά έτοιμασθής νά φύγωμε γιά Άμέρικα. Όλοι σέ περιμένουν νά γνωρίσουν τήν νέαν δού-κισσαν. Νά μου στείλεις τή φωτογραφία σου μέ ξέπλεκα μαλλιά, ριγμένα … μπροστά. Θέλω νά σέ δουν οι βασιλείς και έχεις πολλούς χαιρετισμούς.

Μή μέ σκεπάζεις ουρανέ μή μέ σκεπάζεις χώμα ακόμα δέν έχάρηκα στέφανα κι αρραβώνα Στον τόπο πού σέ πρωτοείδα θέ νά φυτέψω μουσμουλιά τά μούσμουλα ειν’ ή ελπίδα και ή Γιαννούλα μου παρηγοριά

Χρυσή μου έρχομαι κι ο’ι γάμοι μας θά γίνουν οτήν παραλία. Μέ τόν έπιφέροντα σου στέλνω και μία ράβδο χρυσή και κάνε υπομονή.

Σέ φιλώ στά μάτια ΟΥΊΛΣΟΝ

Οι γάμοι της Γιαννούλας ήταν ο μεγαλύτερος ντόρος που γινόταν στα Καρναβάλια και συνεργούσαν σ’ αυτόν εκατοντάδες

Πατρινοί. Ας τους κρίνουμε με επιείκεια για την αθώα αυτή καρναβαλική διασκέδαση.

Και γενικότερα για τη συνήθεια του ντόρου πρέπει να δεί­ξουμε κατανόηση. Τα παλιά χρόνια ήταν ανιαρή η καθημερινή ζωή και λίγες οι ευκαιρίες ψυχαγωγίας. Δεν ήταν σα σήμερα που … κάθε χωριό και ψησταριά, κάθε γειτονιά και Disco. Έτσι οι άνθρωποι αναγκάζονταν να επινοούν τρόπους διασκεδάσεως. Μια τέτοια επινόηση — που ευδοκίμησε — ήταν και ο ντόρος.

 



Αφήστε μια απάντηση